- πουτανιά
- η, Ν1. τρόπος συμπεριφοράς, πράξη που ταιριάζει σε πουτάνα2. συνεκδ. απιστία, ανήθικη πράξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πουτάνα + κατάλ. -ιά (πρβλ. ανθρωπ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουτανιά — η 1. η ιδιότητα της πόρνης. 2. πράξη που ταιριάζει μόνο σε πόρνη. 3. δόλια συμπεριφορά, απάτη, ασυνέπεια σκόπιμη, απιστία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)